Δείτε επίσης: εκτομή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκτομή < ἐκ- + -τομή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐκτομή θηλυκό