Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμαζών αἱ Ἀμαζόνες
      γενική τῆς Ἀμαζόνος τῶν Ἀμαζόνων
      δοτική τῇ Ἀμαζόν ταῖς Ἀμαζόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Ἀμαζόν τὰς Ἀμαζόνᾰς
     κλητική ! Ἀμαζών Ἀμαζόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμαζόνε
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμαζόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμαζών < παλιότερα πίστευαν ότι προέρχεται από το στερητικό ἀ- και τη λέξη μαζός (για το δεξί μαστό που υποτίθεται ότι αφαιρούσαν οι Αμαζόνες ώστε να μην εμποδίζεται η τοξοβολία) αλλά από τα τέλη του 20ου αιώνα αναπτύxθηκαν θεωρίες που ανάγουν τη λέξη σε ξένη ρίζα που εξελληνίσθηκε, όπως ίσως η περσική hamazan (αγωνίζομαι ομαδικά) ή άλλη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη για "γυναίκες χωρίς άνδρες" [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀμαζών, -όνος θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

  1. η Αμαζόνα, το μέλος της κοινότητας των γυναικών πολεμιστριών της Σκυθίας
  2. πιθανόν να ήταν και επίθετο της Αρτέμιδας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμαζών αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

νέα ελληνικά

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ἀμαζών στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία