Δείτε επίσης: άμιλλα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅμιλλ αἱ ἅμιλλαι
      γενική τῆς ἁμίλλης τῶν ἁμιλλῶν
      δοτική τῇ ἁμίλλ ταῖς ἁμίλλαις
    αιτιατική τὴν ἅμιλλᾰν τὰς ἁμίλλᾱς
     κλητική ! ἅμιλλ ἅμιλλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμίλλ
γεν-δοτ τοῖν  ἁμίλλαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἅμιλλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἅμιλλα θηλυκό

  1. άμιλλα
  2. συναγωνισμός
  3. ανταγωνισμός για υπερίσχυση, για υπεροχή
  4. αγώνας
  5. πάλη

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)

  Πηγές επεξεργασία