ἄστυ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀστῠ- ἀστε- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἄστεως | τῶν | ἄστεων | |
δοτική | τῷ | ἄστει | τοῖς | ἄστεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἄστῠ | τὰ | ἄστη - ἄστεᾰ | |
κλητική ὦ! | ἄστῠ | ἄστη - ἄστεᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄστει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀστέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «ἄστυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄστυ < ϝάστυ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; μυκηναϊκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄστυ ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἄστυ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄστυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.