Δείτε επίσης: ἅγος, άγος, ἀγός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰγεσ-
ονομαστική τὸ ἄγος τὰ ἄγη - ἄγε
      γενική τοῦ ἄγους - ἄγεος τῶν ἀγῶν - ἀγέων
      δοτική τῷ ἄγει - ἄγεῐ̈ τοῖς ἄγεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄγος τὰ ἄγη - ἄγεα
     κλητική ! ἄγος ἄγη - ἄγεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄγει - ἄγεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγοῖν - ἀγέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄγος < Ίσως πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ego-, συγγενές με: σανσκριτική आगस् (ā́gas, σφάλμα, αμαρτία), (αγγλοσαξονικά) acan (αγγλικά ache). Οι αρχαίοι λεξικογράφοι θεωρούν τη λέξη ομόρριζη με το ἅγιος με ψίλωση του θέματος. Αυτή η ερμηνεία, δε γίνεται αποδεκτή από τον Beekes και τον Hofmann.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄγος ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία