Δείτε επίσης: αλμυρός, Αλμυρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁλμυρός ἁλμυρᾱ́ τὸ ἁλμυρόν
      γενική τοῦ ἁλμυροῦ τῆς ἁλμυρᾶς τοῦ ἁλμυροῦ
      δοτική τῷ ἁλμυρ τῇ ἁλμυρ τῷ ἁλμυρ
    αιτιατική τὸν ἁλμυρόν τὴν ἁλμυρᾱ́ν τὸ ἁλμυρόν
     κλητική ! ἁλμυρέ ἁλμυρᾱ́ ἁλμυρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁλμυροί αἱ ἁλμυραί τὰ ἁλμυρᾰ́
      γενική τῶν ἁλμυρῶν τῶν ἁλμυρῶν τῶν ἁλμυρῶν
      δοτική τοῖς ἁλμυροῖς ταῖς ἁλμυραῖς τοῖς ἁλμυροῖς
    αιτιατική τοὺς ἁλμυρούς τὰς ἁλμυρᾱ́ς τὰ ἁλμυρᾰ́
     κλητική ! ἁλμυροί ἁλμυραί ἁλμυρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁλμυρώ τὼ ἁλμυρᾱ́ τὼ ἁλμυρώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁλμυροῖν τοῖν ἁλμυραῖν τοῖν ἁλμυροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁλμυρός < ἅλμη < ἅλς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)

  Επίθετο επεξεργασία

ἁλμυρός, -ά, -όν

  1. αλμυρός
  2. πικρός
  3. δυσάρεστος
  4. δριμύς

  Πηγές επεξεργασία