Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτυχέω < ἀτυχής

  Ρήμα επεξεργασία

ἀτυχέω - ἀτυχῶ (συνηρημένο)