ἀσφάλεια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀσφάλειᾰ | αἱ | ἀσφάλειαι |
γενική | τῆς | ἀσφαλείᾱς | τῶν | ἀσφαλειῶν |
δοτική | τῇ | ἀσφαλείᾳ | ταῖς | ἀσφαλείαις |
αιτιατική | τὴν | ἀσφάλειᾰν | τὰς | ἀσφαλείᾱς |
κλητική ὦ! | ἀσφάλειᾰ | ἀσφάλειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσφαλείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀσφαλείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀσφάλεια θηλυκό
- έλλειψη κινδύνου, λάθους, αστοχίας
- η μη έκθεση σε κίνδυνο.