Δείτε επίσης: Ἀστράβη, αστράβη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀστρᾰβα-
ονομαστική ἀστράβη αἱ ἀστράβαι
      γενική τῆς ἀστράβης τῶν ἀστραβῶν
      δοτική τῇ ἀστράβ ταῖς ἀστράβαις
    αιτιατική τὴν ἀστράβην τὰς ἀστράβᾱς
     κλητική ! ἀστράβη ἀστράβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀστράβ
γεν-δοτ τοῖν  ἀστράβαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀστράβη πιθανόν < ἀστραβής → δείτε  / ἀστραφής με ἀ- στερητικό + στραφ- στρέφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀστράβη θηλυκό (ἀστρᾰ́βη)

  Πηγές επεξεργασία