Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόλαυσῐς αἱ ἀπολαύσεις
      γενική τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἀπολαύσεων
      δοτική τῇ ἀπολαύσει ταῖς ἀπολαύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόλαυσῐν τὰς ἀπολαύσεις
     κλητική ! ἀπόλαυσῐ ἀπολαύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπολαύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀπολαυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόλαυσις < συνοπτικό θέμα ἀπολαυσ- του ρήματος ἀπολαύω < ἀπό- + λεία + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόλαυσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία