Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποφαντικός < ἀποφαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἀποφαντικός, ή, ό

ἀποφαντικόν σχῆμα