Δείτε επίσης: Αντλία, αντλία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντλία < ἄντλος ή ἄντλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀντλία θηλυκό

  1. αμπάρι
  2. το νερό που μαζεύεται στο αμπάρι ενός πλοίου
  3. δεξαμενή (πλοίου)

Παράγωγα επεξεργασία