Δείτε επίσης: ανάγκη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνάγκη αἱ ἀνάγκαι
      γενική τῆς ἀνάγκης τῶν ἀναγκῶν
      δοτική τῇ ἀνάγκ ταῖς ἀνάγκαις
    αιτιατική τὴν ἀνάγκην τὰς ἀνάγκᾱς
     κλητική ! ἀνάγκη ἀνάγκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνάγκ
γεν-δοτ τοῖν  ἀνάγκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνάγκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂neḱ- (Χρειάζεται ανάπτυξη, εκδοχές)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀνάγκη θηλυκό (ἀνᾰγκη)

  1. ανάγκη, πιεστική επιθυμία, εξαναγκασμός
  2. λογική αναγκαιότητα
  3. πεπρωμένο
  4. κακοπάθεια, βασανισμός
  5. συγγενικός δεσμός αίματος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία