Δείτε επίσης: Ἀλεκτρυών

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰλεκτρυων-, ᾰλεκτρυον-
ονομαστική / ἀλεκτρυών οἱ/αἱ ἀλεκτρυόνες
      γενική τοῦ/τῆς ἀλεκτρυόνος τῶν ἀλεκτρυόνων
      δοτική τῷ/τῇ ἀλεκτρυόν τοῖς/ταῖς ἀλεκτρυόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀλεκτρυόν τοὺς/τὰς ἀλεκτρυόνᾰς
     κλητική ! ἀλεκτρυών ἀλεκτρυόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλεκτρυόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλεκτρυόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀλεκτρυών < ἀλέξω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀλεκτρυών, -όνος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρσενικό (πτηνό) κόκορας, πετεινός
    ※  Πλάτων, Συμπόσιον, 223C
    ἐξεγρέσθαι δὲ πρὸς ἡμέραν ἤδη ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων
     συνώνυμα:: ἀλέκτωρ, κόττος, πετεινός
  2. θηλυκό η κότα
     συνώνυμα:: ἡ ἀλεκτρύαινα, ἡ ὄρνις, ἡ ἀλέκτωρ, ἡ ἀλεκτορίς

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀλέκτωρ

  Πηγές επεξεργασία