Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγείρω < ἀ- αθροιστικό + θέμα: γερ- + -jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ger- (μαζεύω, συγκεντρώνω)

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγείρω αιολικός τύπος ἀγέρρω

  1. συνάγω, συναθροίζω,, συλλέγω, σωρεύω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 222
    ενθάδ' από ...πολίων ήγειρα έκαστον...
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 139 (στίχοι 139-140)
    οἱ δ᾽ ἦλθον οἴνῳ βεβαρηότες υἷες Ἀχαιῶν, | μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν
    κι οι Αχαιοί προσήλθαν ζαλισμένοι, | με το κεφάλι τους βαρύ απ᾽ το κρασί, όπου οι Ατρείδες πήραν να εξηγούν τον λόγο που το πλήθος συναθροίστηκε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
  2. ζητιανεύω, μαζεύω διάφορα με επαιτεία

Συγγενικά επεξεργασία

Χρόνοι απαρέμφατα μετοχές
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

ἀγείρειν

ἀγείρεσθαι

ἀγείρων -σα -ον

ἀγειρόμενος -μένη -όμενον

Ενεργ. Μέλλοντας

Μέσος Μέλλοντας

ἀγερεῖν

ἀγερεῖσθαι

ἀγερῶν -οῦσα-ἀγεροῦν

ἀγερούμενος -μένη-μενον

Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

ἀγεῖραι

ἀγείρασθαι / ἀγερθῆναι

ἀγείρας -ασα -ἀγεῖραν

ἀγειράμενος -η, -ον/ ἀγερθείς,-α, -εν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

ἀγηγερκέναι

ἀγηγέρθαι

ἀγηγερκώς -υῖα -κος

ἀγηγερμένος -μένη-μένον

  Πηγές επεξεργασία