Δείτε επίσης: αγαθός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγαθός ἀγαθή τὸ ἀγαθόν
      γενική τοῦ ἀγαθοῦ τῆς ἀγαθῆς τοῦ ἀγαθοῦ
      δοτική τῷ ἀγαθ τῇ ἀγαθ τῷ ἀγαθ
    αιτιατική τὸν ἀγαθόν τὴν ἀγαθήν τὸ ἀγαθόν
     κλητική ! ἀγαθέ ἀγαθή ἀγαθόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγαθοί αἱ ἀγαθαί τὰ ἀγαθᾰ́
      γενική τῶν ἀγαθῶν τῶν ἀγαθῶν τῶν ἀγαθῶν
      δοτική τοῖς ἀγαθοῖς ταῖς ἀγαθαῖς τοῖς ἀγαθοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀγαθούς τὰς ἀγαθᾱ́ς τὰ ἀγαθᾰ́
     κλητική ! ἀγαθοί ἀγαθαί ἀγαθᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγαθώ τὼ ἀγαθᾱ́ τὼ ἀγαθώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγαθοῖν τοῖν ἀγαθαῖν τοῖν ἀγαθοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγαθός < αβέβαιη η συνάφεια με ἄγαν και θεῖον

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγαθός, -ή. -όν

  1. γενικά ο γενναίος, ο ευγενής
  2. ο καλός σε κάτι, ο άξιος
  3. ο έντιμος
  4. σε αναφορά επί πραγμάτων ο καλός, ο χρήσιμος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία