Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀΐσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eig-

  Ρήμα επεξεργασία

ἀΐσσω

  1. ορμώ, κινούμαι με ορμή
  2. ρίχνομαι
  3. ξεσηκώνω
  4. (μεταφορικά) προθυμοποιούμαι, ενδιαφέρομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία