ώχρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώχρα | οι | ώχρες |
γενική | της | ώχρας | των | ωχρών |
αιτιατική | την | ώχρα | τις | ώχρες |
κλητική | ώχρα | ώχρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ώχρα < αρχαία ελληνική ὤχρα < ὠχρός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ώχρα θηλυκό
- ονομασία χρώματος της ζωγραφικής αλλά και γενικά της βαφής, σε τόνους του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου.
- σιδηρούχο ορυκτό με χρώμα από ανοιχτό κίτρινο μέχρι κόκκινο και καφέ, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως χρωστική ουσία.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαφή
ορυκτό
|