Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύψη ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα σημεία που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος
    φοβάται τα ύψη
  2. (μεταφορικά)
    στα ύψη έφτασε η τιμή της βενζίνης

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ύψη ουδέτερο