Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύφεση οι υφέσεις
      γενική της ύφεσης* των υφέσεων
    αιτιατική την ύφεση τις υφέσεις
     κλητική ύφεση υφέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύφεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕφε(σις) (χαλάρωση των χορδών μουσικού οργάνου, ελάττωση)+ -ση[1] < ὑφίημαι (υποχωρώ) < ὑπό (ύφ-) ἵημι.
υποχώρηση έντασης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική détente
οικονομική ύφεση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépression

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.fe.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύφεση θηλυκό

  1. υποχώρηση της έντασης
    1. (ιατρική) η μείωση της έντασης μιας ασθένειας, η υποχώρηση των συμπτωμάτων της
    2. (διεθνής πολιτική) η μείωση της έντασης ανάμεσα στα έθνη, η μείωση των εξοπλισμών
    3. (οικονομία) η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας
  2. (μουσική) η αλλοίωση ενός φθόγγου κατά ένα ημιτόνιο προς τα κάτω
    σύμβολο:  
     αντώνυμα: δίεση
    → και δείτε τη λέξη διπλή ύφεση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία