ύφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύφαλος | οι | ύφαλοι |
γενική | του | ύφαλου & υφάλου |
των | ύφαλων & υφάλων |
αιτιατική | τον | ύφαλο | τους | ύφαλους & υφάλους |
κλητική | ύφαλε | ύφαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ύφαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή «αἱ ὕφαλοι» (εννοείται «πέτραι» θηλυκό, πληθυντικός)[1] < ὕφαλος (υποθαλάσσιος) < ὑπό + ἅλς (με δάσυνση του π σε φ λόγω του δασυνόμενου α)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐φα‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ύφαλος αρσενικό
- (γεωγραφία) έπαρμα του βυθού της θάλασσας, υποθαλάσσιος βράχος σε μικρό βάθος
- οι ύφαλοι κοντά στο νησί ήταν εφιάλτης για τους ναυτικούς
- οι κοραλλιογενείς ύφαλοι είναι ένα θαύμα βιοποικιλότητας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ύφαλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ύφαλος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ύφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας