Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ύμνος οι ύμνοι
      γενική του ύμνου των ύμνων
    αιτιατική τον ύμνο τους ύμνους
     κλητική ύμνε ύμνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ύμνος < αρχαία ελληνική ὕμνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂em (τραγουδώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ύμνος αρσενικό

  1. ωδή, άσμα προς τιμή θεού, αγίου, ήρωα, ηθικής αξίας
  2. εγκωμιαστικό ποίημα ή τραγούδι
  3. ενθουσιώδης έπαινος, εγκώμιο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία