ύδνον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ύδνον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕδνον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ύδνον ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὕδνον), γενική: τοῦ ὕδνου
- (αρχαιοπρεπές) εδώδιμο μανιτάρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ύδνον
|