Δείτε επίσης: ὅταν, OTAN

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

όταν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅταν < ὅτʼ ἄν (ὅτε ἄν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.tan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐ταν

  Σύνδεσμος επεξεργασία

όταν (χρονικός σύνδεσμος)

  1. εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις
  2. εισάγει δευτερεύουσες χρονικο-υποθετικές προτάσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία