Δείτε επίσης: ὡραῖος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωραίος η ωραία το ωραίο
      γενική του ωραίου της ωραίας του ωραίου
    αιτιατική τον ωραίο την ωραία το ωραίο
     κλητική ωραίε ωραία ωραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωραίοι οι ωραίες τα ωραία
      γενική των ωραίων των ωραίων των ωραίων
    αιτιατική τους ωραίους τις ωραίες τα ωραία
     κλητική ωραίοι ωραίες ωραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωραίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὡραῖος (όμορφος) < αρχαία σημασία: αυτός που είναι στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή < ὥρα + κατάληξη -ιος[1] & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική beau[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ραί‐ος
ομόηχο: ορέος

  Επίθετο επεξεργασία

ωραίος, -α, -ο, συγκριτικός: ωραιότερος, υπερθετικός:  ωραιότατος

  1. που έχει αρεστά χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: ευειδής, καλλίγραμμος, κομψός, όμορφος
  2. που προκαλεί ευχάριστη αίσθηση
     συνώνυμα: φίνος
  3. που προκαλεί θαυμασμό ή ενδιαφέρον
  4. που σχετίζεται με ευχάριστες εμπειρίες
  5. (για τον καιρό, καιρικές συνθήκες) που είναι ευχάριστος

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως ενδεικτικά:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ωραίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας