Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωλεκράνιος η ωλεκράνια το ωλεκράνιο
      γενική του ωλεκράνιου της ωλεκράνιας του ωλεκράνιου
    αιτιατική τον ωλεκράνιο την ωλεκράνια το ωλεκράνιο
     κλητική ωλεκράνιε ωλεκράνια ωλεκράνιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωλεκράνιοι οι ωλεκράνιες τα ωλεκράνια
      γενική των ωλεκράνιων των ωλεκράνιων των ωλεκράνιων
    αιτιατική τους ωλεκράνιους τις ωλεκράνιες τα ωλεκράνια
     κλητική ωλεκράνιοι ωλεκράνιες ωλεκράνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωλεκράνιος < ωλέκραν(ο) + -ιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.leˈkɾa.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐λε‐κρά‐νι‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

ωλεκράνιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «ωλέκρανο (& ωλεκράνιος)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)