ωάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωάριο | τα | ωάρια |
γενική | του | ωαρίου & ωάριου |
των | ωαρίων |
αιτιατική | το | ωάριο | τα | ωάρια |
κλητική | ωάριο | ωάρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
ωάριο < (καθαρεύουσα) ὠάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠάριον (μικρό αβγό) υποκοριστικό του < ᾠόν, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ovule[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε ω(ό) + -άριο.
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωάριο ουδέτερο
- (βιολογία) το ώριμο αναπαραγωγικό κύτταρο των γυναικών και των θηλυκών ζώων, που παράγεται στις ωοθήκες
- ↪ Κανονικά, κάθε μήνα ένα και μόνο ωάριο ωριμάζει σε μια ωοθήκη της γυναίκας.
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ωάριο στη Βικιπαίδεια
- ζωάριο < ζώο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωάριο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ωάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας