Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψύχωση οι ψυχώσεις
      γενική της ψύχωσης* των ψυχώσεων
    αιτιατική την ψύχωση τις ψυχώσεις
     κλητική ψύχωση ψυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψύχωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: < γαλλική psychose. Διαφορετικό το ελληνιστικό ψύχωσις (αναζωογόνηση) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψύχωση θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) νοητική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από απώλεια επαφής με την πραγματικότητα και παράδοξη συμπεριφορά έως παραλήρημα, ως αποτέλεσμα νόσων (π.χ. σχιζοφρένειας, διπολικής διαταραχής) ή κατάχρησης ουσιών, ισχυρού σοκ κ.α. αιτίων
  2. (καθομιλουμένη) έντονη εμμονή με κάποιο αντικείμενο, σε σημείο που μπορεί να είναι βλαβερή γι αυτόν που την έχει η για το περιβάλλον του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία