Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωνίζω < μεσαιωνική ελληνική ψωνίζω < (ελληνιστική κοινή) ὀψωνίζομαι (προμηθεύομαι) < αρχ. ελλην. ὄψον (τρόφιμο) + ὠνέομαι (αγοράζω και εμπορεύομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

ψωνίζω

  1. αγοράζω, προμηθεύομαι
  2. επιλέγω επαγγελματία εραστή, συνήθως από τον δρόμο
  3. (μεταφορικά) (ειρωνικό) κολλάω (ασθένεια)
  4. (μεταφορικά) (ειρωνικό) βρίσκω, πετυχαίνω
  5. την ψωνίζω: αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου

Εκφράσεις επεξεργασία

  • την ψωνίζω:
    1. αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου
      την ψώνισε και θέλει να γίνει δήμαρχος
    2. τρελαίνομαι (συμπεριφέρομαι ακατάληπτα - σύμφωνα με την κρίση των άλλων)
      την ψώνισε και μονάζει στ' Άγιο Όρος
    3. παθιάζομαι (με κάτι)
      την ψώνισε με την μικρούλα

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία