ψωμί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
γενική | του | ψωμιού | των | ψωμιών |
αιτιατική | το | ψωμί | τα | ψωμιά |
κλητική | ψωμί | ψωμιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψωμί
- τονικό παρώνυμο: ψώμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμί ουδέτερο
- (τρόφιμο) είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται στον φούρνο, ο άρτος
- που δε ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
- το μεροκάματο
- δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.
Συνώνυμα επεξεργασία
- άρτος (λόγιο, επίσημο)
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ψωμί στη Βικιπαίδεια
- ψωμί στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωμί
|