ψωμάκια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ψωμάκια | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | τα | ψωμάκια | ||
κλητική | ψωμάκια | |||
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωμάκια < πληθυντικός αριθμός του ψωμάκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psoˈma.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐μά‐κια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωμάκια ουδέτερο στον πληθυντικό
- πληθυντικός αριθμός του ψωμάκι, όπως τα μικρά ψωμιά, κυρίως για σάντουιτς
- (ανθρώπινο σώμα) μέρος του σώματος όπου υπάρχει πολύ λίπος -αναφέρεται συνήθως στους γυναικείους γλουτούς, στην εξωτερική πλευρά, όπου σχηματίζεται και ένα χαρακτηριστικό εξόγκωμα λίπους
- (παιχνίδι) παλιότερη ονομασία του παιχνιδιού πεταλίδες ή κουταλήθρες ή αναπεταρούδια ή παξιμαδάκια ή πίτες το οποίο στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν εποστρακισμός -πετάμε κομμάτι κεραμιδιού ή λεπτό και επίπεδο βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα και αυτό αναπηδά στην επιφάνεια πολλές φορές.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λίπος στο σώμα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψωμάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψωμάκι