Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχ(ή) + -ο-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ψυχο-, ψυχό- & ψυχ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψυχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή. Αναλύεται σε ψυχ(ή) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ψυχο-

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχο- < ψυχ(ή) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ψυχο-, ψυχό- & ψυχ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία