Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψυχολόγος οι ψυχολόγοι
      γενική του/της ψυχολόγου των ψυχολόγων
    αιτιατική τον/την ψυχολόγο τους/τις ψυχολόγους
     κλητική ψυχολόγε ψυχολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychologue < αρχαία ελληνική ψυχο- + -λόγος
Η λέξη μαρτυρείται από το 1851

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.xoˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυ‐χο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ψυχολογία, επάγγελμα) επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στην ψυχολογία
    την παρακολουθεί συμβουλευτικός ψυχολόγος
  2. (μεταφορικά) πρόσωπο που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί τους άλλους

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία