ψυχοκόρη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχοκόρα | οι | ψυχοκόρες |
γενική | της | ψυχοκόρας | — | |
αιτιατική | την | ψυχοκόρα | τις | ψυχοκόρες |
κλητική | ψυχοκόρα | ψυχοκόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.xoˈko.ɾi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψυχοκόρη θηλυκό