Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ψυχαναλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχαναλύω
  2. θα ψυχαναλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχαναλύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ψυχαναλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψυχανάλυση