Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψητό τα ψητά
      γενική του ψητού των ψητών
    αιτιατική το ψητό τα ψητά
     κλητική ψητό ψητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ψητός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψητό ουδέτερο

  1. φαγητό, κυρίως κρέας, ψημένο στο φούρνο
  2. (αργκό) κύριο θέμα
    Προχώρα στο ψητό...

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ψητό