Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψεῦσμᾰ τὰ ψεύσμᾰτ
      γενική τοῦ ψεύσμᾰτος τῶν ψευσμᾰ́των
      δοτική τῷ ψεύσμᾰτ τοῖς ψεύσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ψεῦσμᾰ τὰ ψεύσμᾰτ
     κλητική ! ψεῦσμᾰ ψεύσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψεύσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ψευσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεῦσμα < ψεύδομαι ψεύδω, ψευσ- + -μα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ελληνιστική κοινή: ψεῦμα (με προφορά [ev]) μεσαιωνικά ελληνικά: ψέμα νέα ελληνικά: ψέμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεῦσμα ουδέτερο

  1. το ψέμα
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Πλάτων, Μένων, 71d
    εἶπον καὶ μὴ φθονήσῃς, ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ, ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ψεύδω

  Πηγές επεξεργασία