ψεῦσμα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ψεῦσμᾰ | τὰ | ψεύσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ψεύσμᾰτος | τῶν | ψευσμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ψεύσμᾰτῐ | τοῖς | ψεύσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ψεῦσμᾰ | τὰ | ψεύσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ψεῦσμᾰ | ψεύσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψεύσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψευσμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψεῦσμα < ψεύδομαι ψεύδω, ψευσ- + -μα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ ελληνιστική κοινή: ψεῦμα (με προφορά [ev]) ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ψέμα ⇒ νέα ελληνικά: ψέμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψεῦσμα ουδέτερο
- το ψέμα
- ※ 5ος/4ος αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Μένων, 71d
- εἶπον καὶ μὴ φθονήσῃς, ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ, ἂν φανῇς σὺ μὲν εἰδὼς καὶ Γοργίας
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ψεύδω
Πηγές επεξεργασία
- ψεῦσμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψεῦσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.