Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψευδεσ-
ονομαστική τὸ ψεῦδος τὰ ψεύδη - ψεύδε
      γενική τοῦ ψεύδους - ψεύδεος τῶν ψευδῶν - ψευδέων
      δοτική τῷ ψεύδει - ψεύδεῐ̈ τοῖς ψεύδεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ψεῦδος τὰ ψεύδη - ψεύδεα
     κλητική ! ψεῦδος ψεύδη - ψεύδεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψεύδει - ψεύδεε
γεν-δοτ τοῖν  ψευδοῖν - ψευδέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψεῦδος < ψεύδω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψεῦδος-εος ουδέτερο ( & επικός τύποςψύθος)

  1. ψέμα
    ψεύδεσσιν θέλγειν (με τα ψέματα θέλγει -στον Όμηρο)
    οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον (στον Πίνδαρο)
    στον Πλάτωνα έχει συχνά την έννοια του ψευδούς (του επιθέτου) και αντιστρόφως το επίθετο έχει την έννοια του ουσιαστικού (Ίσως επειδή το ψευδές, ως ουδέτερο του ψευδής αρχικά δεν ήταν σε χρήση όσο το αρσενικό και το θηλυκο. Χρησιμοποιουσαν αντ' αυτού το ψεῦδος. Το ψευδές φέρεται να μπήκε στη γλώσσα αργότερα)
  2. (ελληνιστική σημασία) λανθασμένος
    συλλογισμὸς τοῦ ψεύδους (αναληθής, εσφαλμένος, χωρίς πρόθεση ψέματος)
  3. (ελληνιστική σημασία) φακίδες ή άλλα σημάδια στα νύχια και στη μύτη (ίσως υπήρχε πρόληψη ότι τα έβγαζαν οι ψεύτες, ή σχήμα λόγου όπως σήμερα λέγεται "μακραίνει η μύτη του ψεύτη σαν του Πινόκιο")

Σημειώσεις επεξεργασία

Εκτός από τους συνηρημένους τύπους ήταν σε χρήση και άλλοι όπως

  • γενική ενικού και ψεύδεος
  • ονομ. πληθ. και ψεύδεα
  • γενική πληθ. και ψευδέων
  • δοτ. πληθ. και ψεύδεσσινν και ψευδέσσιν

Εκφράσεις επεξεργασία

  • οὐδὲν ἕρπει ψεῦδος εἰς γῆρας χρόνου: Σοφοκλής στους Ιχνευτές (κανένα ψέμα δεν αντέχει στο χρόνο)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία