ψευδομάρτυρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ψευδομάρτυρας | οι | ψευδομάρτυρες |
γενική | του του/της |
ψευδομάρτυρα ψευδομάρτυρος |
των | ψευδομαρτύρων |
αιτιατική | τον/την | ψευδομάρτυρα | τους/τις | ψευδομάρτυρες |
κλητική | ψευδομάρτυρα | ψευδομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψευδομάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδομάρτυς, από την αιτιατιή ψευδομάρτυρα [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψευδομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψευδομάρτυρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας