Δείτε επίσης: Ψελλός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψελλός η ψελλή το ψελλό
      γενική του ψελλού της ψελλής του ψελλού
    αιτιατική τον ψελλό την ψελλή το ψελλό
     κλητική ψελλέ ψελλή ψελλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψελλοί οι ψελλές τα ψελλά
      γενική των ψελλών των ψελλών των ψελλών
    αιτιατική τους ψελλούς τις ψελλές τα ψελλά
     κλητική ψελλοί ψελλές ψελλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψελλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψελλός

  Επίθετο επεξεργασία

ψελλός, -ή, -ό

  • που δυσκολεύεται στην άρθρωση των λέξεων, πχ παραλείποντας ή αντικαθιστώντας φθόγγους

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ψελλός ψελλή τὸ ψελλόν
      γενική τοῦ ψελλοῦ τῆς ψελλῆς τοῦ ψελλοῦ
      δοτική τῷ ψελλ τῇ ψελλ τῷ ψελλ
    αιτιατική τὸν ψελλόν τὴν ψελλήν τὸ ψελλόν
     κλητική ! ψελλέ ψελλή ψελλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ψελλοί αἱ ψελλαί τὰ ψελλᾰ́
      γενική τῶν ψελλῶν τῶν ψελλῶν τῶν ψελλῶν
      δοτική τοῖς ψελλοῖς ταῖς ψελλαῖς τοῖς ψελλοῖς
    αιτιατική τοὺς ψελλούς τὰς ψελλᾱ́ς τὰ ψελλᾰ́
     κλητική ! ψελλοί ψελλαί ψελλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψελλώ τὼ ψελλᾱ́ τὼ ψελλώ
      γεν-δοτ τοῖν ψελλοῖν τοῖν ψελλαῖν τοῖν ψελλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψελλός < πιθανόν ηχομιμητικό • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

ψελλός, -ή, -όν

  1. που προφέρει τις λέξεις με δυσκολία στην άρθρωση, σαν τα μικρά παιδιά που μόλις έχουν μάθει να μιλούν
  2. που εκφωνείται με δυσκολία στην άρθρωση
    ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον

  Πηγές επεξεργασία