Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαριά οι ψαριές
      γενική της ψαριάς των ψαριών
    αιτιατική την ψαριά τις ψαριές
     κλητική ψαριά ψαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Η γεν.πληθ. δύσχρηστη λόγω ταύτισης
με τη γεν.πληθ. του ουδετέρου ψάρι
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαριά < ψάρ(ι) + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαριά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ψαριά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψαρής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψαρός