ψίχουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψίχουλο | τα | ψίχουλα |
γενική | του | ψίχουλου | των | ψίχουλων |
αιτιατική | το | ψίχουλο | τα | ψίχουλα |
κλητική | ψίχουλο | ψίχουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψίχουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον < αιτιατική ψῖχα, ελληνιστική κοινή ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] < ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpsi.xu.lo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψίχουλο ουδέτερο
- πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
- (μεταφορικά) για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα (συχνά στον πληθυντικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ψίχουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας