Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψίχουλο τα ψίχουλα
      γενική του ψίχουλου των ψίχουλων
    αιτιατική το ψίχουλο τα ψίχουλα
     κλητική ψίχουλο ψίχουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψίχουλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψίχουλον ή ίσως ψίχαλον < αιτιατική ψῖχα, ελληνιστική κοινή ψίξ ψιχ- + -ουλοv ή -αλον[1] < ψίω (τρέφω, ταΐζω σε μικρές μπουκιές)
 
Πιρούνι και ψίχουλα πάνω σε πιάτο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpsi.xu.lo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψίχουλο ουδέτερο

  1. πάρα πολύ μικρό κομμάτι που έχει φύγει από τριμμένο ψωμί, μπισκότο ή άλλο παρόμοιο φαγητό
  2. (μεταφορικά) για κάτι που προσφέρεται σε πολύ μικρή ποσότητα (συχνά στον πληθυντικό)
     συνώνυμα: ψιχίο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία