Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψάω < αβέβαιης ετυμολογίας, συγγενές των ψαύω και ψαίω

  Ρήμα επεξεργασία

ψάω-ψῶ ( & ποιητικός τύπος ψώω)

  1. αλέθω
  2. ξύνω, τρίβω απαλά
  3. γυαλίζω
  4. (αμετάβατο) διαλύομαι, κονιορτοποιούμαι
    • τοῦτ᾽ ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς τῶν ἔνδον, ἀλλ᾽ ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φθίνει, καὶ ψῇ - αυτό εξαφανίστηκε, δεν το έφαγε κάτι μέσα από το σπίτι, αλλά κατάπιε τον εαυτό του και φθάρθηκε, κονιορτοποιήθηκε (σαν πριονίδι, όπως λέει παρακάτω)
  5. ψαύω, ψηλαφώ

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία