Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψάλλω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψάλλω < θέμα -ψαλ- (από ρίζα -ψα) + j = *ψαλjω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpsa.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψάλ‐λω

  Ρήμα επεξεργασία

ψάλλω, πρτ.: έψαλλα, στ.μέλλ.: θα ψάλω, αόρ.: έψαλα, παθ.φωνή: ψάλλομαι

  1. ψέλνω, τραγουδώ τροπάρια και ύμνους στην εκκλησία ή αλλού
    Όταν δε κατά την εσπέραν των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς επιτρέπεται εις μίαν ομάδα βρακοφόρων Ναξίων να ψάλλουν τα κάλλανδα και να χορεύουν εις το καφενείον, ο Τριζώνης δεν ευρίσκει ησυχίαν (Ιωάννης Κονδυλάκης)
  2. τραγουδώ τον εθνικό ύμνο
  3. μαλώνω, κατσαδιάζω κάποιον για ένα ατόπημα ή λάθος του
    του τα έψαλα
    μ' αν δεν είνε; Τι θα γίνη τότες τι θα μας ψάλλουν τ' άλλα τα χωριά; Ένας δισταγμός ζωγραφήθηκε αμέσως σε πολλά πρόσωπα· μερικοί κούνησαν το κεφάλι· σύμφωνοι. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Ο Αρχαιολόγος")
  4. (μτφρ) τραγουδώ κάτι σχετικά μονότονο
    Γιατί δεν εφωτίζετο της Βέρας μου το δώμα; πώς της γλυκείας μου φωνής δεν ήκουε τους ήχους; ίσως κοιμάται, έλεγα, 'στο απαλό της στρώμα, κι' εκτύπων οι οδόντες μου εξ έρωτος και ψύχους. Και έψαλλαν και έψαλλαν τα χείλη μου τα κρύα, κι' εχάνοντο εις το κενόν οι φλογεροί μου πόθοι, ως ότου πια του τραγουδιού η τόση αρμονία εκόλλησε 'στο στόμα μου και απεκρυσταλλώθη (Γεώργιος Σουρής)
  5. εξιστορώ ποιητικά, εξυμνώ
    ...διάλεξα τα κυριώτερα κι άφησα τα άλλα τα οποία ψάλλουν οι ποιητές (Λουκιανός)


Εκφράσεις επεξεργασία

  • θα του ψάλω τον εξάψαλμο : θα τον κατσαδιάσω (ίσως προέρχεται από τη μακρά διάρκεια του ψαλμού)
  • Του έψαλα τον αναβαλλόμενο': τον κατσάδιασα (από τον θρήνο του Ιωσήφ μπροστά στο νεκρό σώμα του Ιησού που αρχίζει με τη φράση "σε τον αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον")

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψάλλω   παθ. ψάλλομαι 
Παρατατικός  έψαλλον 
Μέλλοντας  ψαλῶ 
Αόριστος  ἔψηλα - ἔψαλα 
Παρακείμενος  ἔψαλκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ρήμα επεξεργασία

ψάλλω (παθ. ψάλλομαι για χορδή)

  1. αγγίζω σχετικά δυνατά, συνήθως κάτι που τεντώνεται, πάλλεται (χορδή τόξου, χρωματισμένη κλωστή του ράφτη με την οποία σημαδεύει το ύφασμα)
    πέλτας θ᾽ ὅσοι πάλλουσι καί τόξων χερί ψάλλουσι νευράς, ὡς ἐπιστρατεύσομεν (Ευριπίδης)
  2. μαδάω, αποσπώ, τραβάω με δύναμη κάτι ελαστικό σαν την τρίχα των μαλλιών
    καὶ ψάλλ᾽ ἔθειραν καὶ κατοίκτισαι στρατόν (: και το στρατό μας κλαίγοντας, τράβα σου τα μαλλιά -Πέρσαι, Αισχ. 1062, απόδοση Γρυπάρη)
  3. αγγίζω με ένταση και παίζω έγχορδο όργανο με τα δάχτυλα -όχι με πλήκτρα
    ψαλλομένη χορδή (Αριστοτέλης)
  4. (μεταγενέστερο) τραγουδώ

Σημειώσεις επεξεργασία

  • εκτός από ενεστωτικούς τύπους του ψάλλω και τον αόριστο ἔψηλα (απαρέμφατο ψῆλαι), οι υπόλοιποι τύποι ανήκουν στην μεταγενέστερης ελληνικής

Συγγενικά επεξεργασία