Δείτε επίσης: χώρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χῶρος < είτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος), οπότε, ... είτε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χῶρος, -ου αρσενικό

  1. έδαφος συγκεκριμένης περιοχής, τόπος, τοποθεσία περιοχή (σχεδόν ως συνώνυμο για πολλές έννοιες της χώρας)
    χῶρος ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, εὐαής , ἀσυνήθης
    ὁ Λιβυκὸς χῶρος - τῆς Ἀραβίης χῶρος (Ηρόδοτος)
  2. χώρος, σχετικά διαχωρισμένο τμήμα εδάφους ή επιφανείας γενικά
    νεκύων διεφαίνετο χῶρος : χώρος από την οποία είχαν πάρει τους νεκρούς της μάχης
  3. κτήμα, υποστατικό, αγρός, εξοχή (Ξενοφών)
  4. με κεφαλαίο (μεταγενέστερη έννοια) ονομασία για το Βορειοδυτικό άνεμο

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χωρο- 

και (Χρειάζεται grc)

  Πηγές επεξεργασία