Δείτε επίσης: Χύτρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χύτρα οι χύτρες
      γενική της χύτρας των χυτρών
    αιτιατική τη χύτρα τις χύτρες
     κλητική χύτρα χύτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύτρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χύτρα < χέω και σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schnell kockhtopf[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçi.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χύ‐τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Χύτρες

χύτρα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χῠτρᾱ-
ονομαστική χύτρ αἱ χύτραι
      γενική τῆς χύτρᾱς τῶν χυτρῶν
      δοτική τῇ χύτρ ταῖς χύτραις
    αιτιατική τὴν χύτρᾱν τὰς χύτρᾱς
     κλητική ! χύτρ χύτραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χύτρ
γεν-δοτ τοῖν  χύτραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωρίζουμε το βραχύ ύψιλον από τον γνωστό πληθυντικό «χύτραι».
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύτρα < χυτός
 
Χύτρα με ακροφύσιο για να φεύγει ο ατμός 6ος/4ος αι. π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Αγοράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χύτρα θηλυκό

  1. (κουζινικά) πήλινο αγγείο για να βράζει κάτι μέσα του, τσουκάλι
    ※  5ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Ὄρνιθες, 76-79
    τοτὲ μὲν ἐρᾷ φαγεῖν ἀφύας Φαληρικάς·
    τρέχω ʼπʼ ἀφύας λαβὼν ἐγὼ τὸ τρύβλιον.
    ἔτνους δʼ ἐπιθυμεῖ, δεῖ τορύνης καὶ χύτρας·
    τρέχω ʼπὶ τορύνη
    Η όρεξη σαν τού ᾽ρθει / να φάει σαρδέλες του Φαλήρου, αρπάζω / μια σκουτέλα και τρέχω για σαρδέλες· / αν θέλει φάβα, χρειάζεται κουτάλα / κι ένα τσουκάλι· τρέχω για κουτάλα.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
  2. (στον πληθυντικό) χύτραι: το τμήμα της αγοράς όπου πουλούνταν χύτρες
  3. (στον πληθυντικό) κατώτεροι θεοί

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία