Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χύδην < αρχαία ελληνική χύδην < χέω

  Επίρρημα επεξεργασία

χύδην

  1. χύμα
    χύδην φορτίο
  2. (μεταφορικά) (+ λαός) αμόρφωτος λαός, συρφετός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία