χύδην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χύδην < αρχαία ελληνική χύδην < χέω
Επίρρημα επεξεργασία
χύδην
- χύμα
- χύδην φορτίο
- (μεταφορικά) (+ λαός) αμόρφωτος λαός, συρφετός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χύδην
|
χύδην
|