χυτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χυτήριο | τα | χυτήρια |
γενική | του | χυτηρίου & χυτήριου |
των | χυτηρίων |
αιτιατική | το | χυτήριο | τα | χυτήρια |
κλητική | χυτήριο | χυτήρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χυτήριο < (καθαρεύουσα) χυτήριον < χύνω + -τήριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυτήριο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χύνω