χτυπητήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χτυπητήρι | τα | χτυπητήρια |
γενική | του | χτυπητηριού | των | χτυπητηριών |
αιτιατική | το | χτυπητήρι | τα | χτυπητήρια |
κλητική | χτυπητήρι | χτυπητήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χτυπητήρι < χτυπη- (χτυπώ) + -τήρι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xti.piˈti.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτυ‐πη‐τή‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χτυπητήρι ουδέτερο
- εργαλείο κουζίνας για χτύπημα ή ανακάτεμα υλικών
- εργαλείο για το χτύπημα ή τίναγμα χαλιών
- (παρωχημένο) ρόπτρο εξώπορτας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χτύπος