χρώματα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρώ‐μα‐τα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χρώματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χρώμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χρώματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χρῶμα
- σημασία χρώμα
- (πολιτική) οι πολιτικές παρατάξεις στο Βυζάντιο
Πηγές επεξεργασία
- χρῶμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χρώματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χρῶμα δείτε σημασίες για τον πληθυντικό